-
1 налоговый
επ.φορολογικός•-ая система το φορολογικό σύστημα•
-ые платежи καταβολή (πληρωμή) φόρων•
-ая инспекция φορολογική εποπτεία (οικονομική εφορεία)•
налоговый агент οικονομικός έφορος.
-
2 вычет
1. (вычитание) η αφαίρεση, η υφαίρεση 2. (мат., вчт.) το υπόλειμμα 3. (удержанная сумма) η κράτησ/ηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вычет